περιμάκης

περιμάκης
-ίμακες, Α
βλ. περιμήκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”